καλλίκρανος
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
English (LSJ)
Doric for καλλίκρηνος.
English (Slater)
καλλίκρανος, -ον with lovely spring μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b.
Russian (Dvoretsky)
καλλίκρᾱνος: дор. Pind. = *καλλίκρηνος.