καλλίκρανος
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
Doric for καλλίκρηνος.
English (Slater)
καλλίκρανος, -ον with lovely spring μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b.
Russian (Dvoretsky)
καλλίκρᾱνος: дор. Pind. = *καλλίκρηνος.