κανονογραφία

From LSJ

κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνονογρᾰφία Medium diacritics: κανονογραφία Low diacritics: κανονογραφία Capitals: ΚΑΝΟΝΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: kanonographía Transliteration B: kanonographia Transliteration C: kanonografia Beta Code: kanonografi/a

English (LSJ)

ἡ, construction of astronomical tables, Ptol.Alm. 2.9, Vett.Val.336.12:—also κανονοποιΐα, ἡ, Ptol.Alm.3.1, TheoninPtol. Alm.p.109H., Vett.Val.353.14.

German (Pape)

[Seite 1321] ἡ, das Schreiben, Anfertigen astronomischer Tafeln, Ptolem.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνονογραφία: ἡ, τὸ γράφειν ἀστρονομικοὺς πίνακας, Πτολεμ. Μεγαλ. Συντ. Ἀστρ. τ. 1, σ. 109, 6 Halm. 2) τὸ γράφειν κανόνας, Σύγκελλ. 223, 20.

Greek Monolingual

η (Α κανονογραφία) νεοελλ. η σύνθεση κανόνων στην εκκλησιαστική ποίηση
αρχ.
η κατάρτιση αστρονομικών πινάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, -όνος + -γραφία (< -γράφος)].