καπρί

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548

Greek Monolingual

το
1. ο επιβήτορας χοίρος
2. (για άνδρες και γυναίκες) ο αχαλίνωτος στα σαρκικά πάθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπρίον, υποκορ. του κάπρος.