καπρί
From LSJ
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
Greek Monolingual
το
1. ο επιβήτορας χοίρος
2. (για άνδρες και γυναίκες) ο αχαλίνωτος στα σαρκικά πάθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπρίον, υποκορ. του κάπρος.