καραδοκία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, eager expectation, Aq.Ps.38(39).8, Pr.10.28.
German (Pape)
[Seite 1325] ἡ, das Aufpassen, gespanntes, langes Erwarten, Harren, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρᾱδοκία: ἡ, τὸ ἀναμένειν τι ἀνυπομόνως, Ἑβδ. (Παροιμ. Ι΄, 28).
Greek Monolingual
καραδοκία, ἡ (Α) καραδοκώ
η αναμονή για μεγάλο διάστημα ενός γεγονότος, μιας περίστασης ή ευκαιρίας.
Chinese
原文音譯:¢pokaradok⋯a 阿坡-卡拉-多企阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:從-頭腦-看來好像
字義溯源:切望,熱切等待,切慕;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(Καππαδοκία)W*=頭)及(δοκέω)*=想,注意)組成
出現次數:總共(2);羅(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 熱切等待(1) 腓1:20;
2) 切望(1) 羅8:19