καρδαμίνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A = σισύμβριον, Dsc.2.128.
2 = ἰβηρίς, Aët.12.1.
3 = κάρδαμον, Ps.-Dsc. 2.155.
German (Pape)
[Seite 1326] ἡ, = Folgdm, Paul. Aeg. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρδαμίνη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 2. 155.
Greek Monolingual
η (Α. καρδαμίνη) κάρδαμο
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων φυτών της οικογένειας τών βρασσικιδών ή σταυρανθών
αρχ.
1. το σισύμβριον
2. η ιβηρίς
3. κάρδαμο.