καρπεία
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
ἡ, usufruct, enjoyment, Plb.31.21.8, Test.Epict.3.5, v.l. in Ph.2.380; τῶν κρεῶν IG12(5).721 (Andros): in plural, profits or emoluments of an office, PEleph.14.13 (iii B.C.), PTeb.6.34 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1328] ἡ, die Nutznießung, Genuß, nach Poll. 7, 149 der spätere Ausdruck für κάρπωσις, Philo u. a. Sp. Bei Pol. 32, 2, 8 καρπία.
Russian (Dvoretsky)
καρπεία: v.l. καρπία ἡ (ис)пользование (τῶν χρόνων Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
καρπεία: (οὐχὶ καρπία ὡς ἐνίοτε ἐν Ἀντιγράφοις), ἡ, τὸ καρποῦσθαι, κάρπωσις, Πολύβ. 32. 2, 8· - «καὶ τὸ μὲν καρποῦσθαι κάρπωσιν λέγει Ξενοφῶν, ἣν οἱ νῦν καρπείαν» Πολυδ. Ζ', 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. ΙΙΙ. 5.
Greek Monolingual
καρπεία, ἡ (Α) καρπεύω
1. η απολαβή, η κάρπωση («καρπεία τῶν κρεῶν», Πολ.)
2. στον πληθ. αἱ καρπεῖαι
οι μισθοί.