καρπεία

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπεία Medium diacritics: καρπεία Low diacritics: καρπεία Capitals: ΚΑΡΠΕΙΑ
Transliteration A: karpeía Transliteration B: karpeia Transliteration C: karpeia Beta Code: karpei/a

English (LSJ)

ἡ, usufruct, enjoyment, Plb.31.21.8, Test.Epict.3.5, v.l. in Ph.2.380; τῶν κρεῶν IG12(5).721 (Andros): in plural, profits or emoluments of an office, PEleph.14.13 (iii B.C.), PTeb.6.34 (ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1328] ἡ, die Nutznießung, Genuß, nach Poll. 7, 149 der spätere Ausdruck für κάρπωσις, Philo u. a. Sp. Bei Pol. 32, 2, 8 καρπία.

Russian (Dvoretsky)

καρπεία: v.l. καρπία ἡ (ис)пользование (τῶν χρόνων Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

καρπεία: (οὐχὶ καρπία ὡς ἐνίοτε ἐν Ἀντιγράφοις), ἡ, τὸ καρποῦσθαι, κάρπωσις, Πολύβ. 32. 2, 8· - «καὶ τὸ μὲν καρποῦσθαι κάρπωσιν λέγει Ξενοφῶν, ἣν οἱ νῦν καρπείαν» Πολυδ. Ζ', 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. ΙΙΙ. 5.

Greek Monolingual

καρπεία, ἡ (Α) καρπεύω
1. η απολαβή, η κάρπωσηκαρπεία τῶν κρεῶν», Πολ.)
2. στον πληθ. αἱ καρπεῖαι
οι μισθοί.