καρτερόφρων

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερόφρων Medium diacritics: καρτερόφρων Low diacritics: καρτερόφρων Capitals: ΚΑΡΤΕΡΟΦΡΩΝ
Transliteration A: karteróphrōn Transliteration B: karterophrōn Transliteration C: karterofron Beta Code: kartero/frwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, stout-hearted, EM745.8.

German (Pape)

[Seite 1331] ον, = κρατερόφρων, VLL.

Greek Monolingual

καρτερόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει γενναίο φρόνημα, ο τολμηρός, ο ατρόμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -φρων (< φρήν «καρδιά, φρόνημα»), πρβλ. ηπιόφρων, υψηλόφρων].