κατάζυμος

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάζῡμος Medium diacritics: κατάζυμος Low diacritics: κατάζυμος Capitals: ΚΑΤΑΖΥΜΟΣ
Transliteration A: katázymos Transliteration B: katazymos Transliteration C: katazymos Beta Code: kata/zumos

English (LSJ)

κατάζυμον, fermented, ἄρτος Dieuch. ap. Orib.4.7.10.

Greek Monolingual

κατάζυμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ζυμωθεί, ο ένζυμος
2. καλά ζυμωμένος («ἄρτος κατάζυμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ζυμος (< ζύμη), πρβλ. άζυμος, ένζυμος].