κατάκτυπος

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκτῠπος Medium diacritics: κατάκτυπος Low diacritics: κατάκτυπος Capitals: ΚΑΤΑΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: katáktypos Transliteration B: kataktypos Transliteration C: kataktypos Beta Code: kata/ktupos

English (LSJ)

κατάκτυπον, gloss on κατάδουπος, Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκτῠπος: -ον, ἐγείρων μέγαν κτύπον, θόρυβον, Ζωναρ. οὕτως ἑρμηνεύει τὴν λέξ. κατάδουπος.

Greek Monolingual

κατάκτυπος, -ον (Μ)
αυτός που κάνει δυνατό θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κτυπος (< κτύπος), πρβλ. αλί-κτυπος, αμφί-κτυπος].