κατάνη
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
English (LSJ)
ἡ, = τυρόκνηστις, Sicil. word in Plu.Dio 58.
German (Pape)
[Seite 1365] ἡ, = τυρόκνηστις, sicilisch, Plut. Dion. 58.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
racloir pour le fromage.
Étymologie: mot sicilien.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάνη -ης, ἡ rasp (Siciliaanse term).
Russian (Dvoretsky)
κατάνη: ἡ сицил. (= τυρόκνηστις) нож или скребок для сыра Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κατάνη: ἡ, = τυρόκνηστις, Σικέλ. λέξ. παρὰ Πλουτ. Δίωνι 58.
Greek Monolingual
κατάνη, ἡ (Α)
τρίφτης τυριού, «τυρόκνηστις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σικελικής προελεύσεως].