τυρόκνηστις

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρόκνηστις Medium diacritics: τυρόκνηστις Low diacritics: τυρόκνηστις Capitals: ΤΥΡΟΚΝΗΣΤΙΣ
Transliteration A: tyróknēstis Transliteration B: tyroknēstis Transliteration C: tyroknistis Beta Code: turo/knhstis

English (LSJ)

ἡ, acc. ιν Ar.V.938, etc., gen. -ιδος Id.Lys.231 sq.: (κνάω):—cheese-scraper, cheese-grater, Ar.V.l.c., 963, Av.1579, Pl.Com.8, IG11 (2).154 A69 (Delos, iii B. C.):—τῷ τυροκνηστεῖ (as if from -τεύς) Gal.19.112.

German (Pape)

[Seite 1164] ἡ, Käseschabe, Käsemesser, Käse zu schaben, zu reiben; Ar. Vesp. 938. 963 Av. 1578; auch τυροκνήστις accent., Ath. 169 b; VLL.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. τυροκνῆστις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυρόκνηστις -ιδος, ἡ [τυρός, κνάω] acc. τυρόκνηστιν, kaasrasp, kaasschaaf; overdr.. πόλιν ἀπολωλεκῶς τυρόκνηστιν εἴληφεν voor het verlies van een stad kreeg (Syracuse) een kaasschaaf (Catane) terug Plut. Dion 58.4.

Russian (Dvoretsky)

τῡρόκνηστις:нож или скребок для сыра Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρόκνηστις: ἡ, (κνάω) ξύστρον δι’ οὗ ξέεται ὁ τυρός, τυροξύστης, Ἀριστοφ. Σφ. 938, 963, Ὄρν. 1579· δοίδυξ, θυΐα, τυρόκνηστις, ἐσχάρα Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἀδώνιδι» (5) παρὰ Πολυδ. Ι΄, 104· ― τῷ τυροκνηστεῖ (ὥσπερ ἐξ ὀνοματ. τεὺς) Γαλην. 19. 112.

Greek Monolingual

-ήστιδος, ἡ, Α
τυροξύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κνῆστις «μαχαίρι για ξύσιμο»].

Greek Monotonic

τῡρόκνηστις: ἡ, τυροξύστης, ξύστρα με την οποία τρίβεται το τυρί, τρίφτης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τῡρό-κνηστις, ιος, ἡ,
a cheese-scraper, cheese-grater, Ar.