κατάπερ
From LSJ
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1369] ion. = καθάπερ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καθάπερ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπερ Ion. voor καθάπερ.
Russian (Dvoretsky)
κατάπερ: adv. ион. = καθάπερ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπερ: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθάπερ, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
κατάπερ (Α)
ιων. τ. βλ. καθάπερ.
Greek Monotonic
κατάπερ: Ιων. αντί καθάπερ.