κατάφλεβος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
κατάφλεβον, full of veins, vascular, Ruf. Onom.153.
Greek Monolingual
κατάφλεβος, -ον (Α)
γεμάτος φλέβες, γεμάτος αιμοφόρα αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φλεβος (< φλεψ, -φλεβός), πρβλ. επίφλεβος, ευρύφλεβος].