καταγεμίζω

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγεμίζω Medium diacritics: καταγεμίζω Low diacritics: καταγεμίζω Capitals: ΚΑΤΑΓΕΜΙΖΩ
Transliteration A: katagemízō Transliteration B: katagemizō Transliteration C: katagemizo Beta Code: katagemi/zw

English (LSJ)

load heavily, σκάφη D.C.74.13.

German (Pape)

[Seite 1341] beladen, σκάφη ὑπὲρ τὴν δύναμιν αὐτῶν D. Cass. 74, 13.

Greek (Liddell-Scott)

καταγεμίζω: μέλλ. -σω, ὡς καὶ νῦν, γεμίζω τι πολύ, τὰ σκάφη ὑπὲρ τὴν δύναμιν αὐτῶν κατεγέμισαν Δίων Κ. 74. 13.

Greek Monolingual

καταγεμίζω)
γεμίζω κάτι εντελώς, υπερπληρώ («καταγέμισε τη βάρκα με ψάρια»).