καταγηράω
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
v. καταγηράσκω.
German (Pape)
[Seite 1342] dasselbe; Od. 9, 510; in Prosa, Is. 2, 22, καταγηρῶντες Plat. Critia. 112 c.
French (Bailly abrégé)
καταγηρῶ :
seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. κατεγήρα;
c. καταγηράσκω.
Étymologie: κατά, γηράω.
Russian (Dvoretsky)
καταγηράω: (эп. 3 л. sing. impf. κατεγήρᾱ) Hom., Her., Plat. = καταγηράσκω.