καταδιφθερόω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
cover over with skins, Plu.2.664c.
German (Pape)
[Seite 1346] ganz mit Fellen überziehen, Plut. Symp. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
καταδιφθερῶ :
couvrir entièrement de parchemin.
Étymologie: κατά, διφθέρα.
Greek (Liddell-Scott)
καταδιφθερόω: κατακαλύπτω διὰ διφθερῶν, ἤτοι δερμάτων ζῴων, Πλούτ. 2. 664C.
Russian (Dvoretsky)
καταδιφθερόω: обтягивать или обшивать кожей (τὰ ἄκρα τῶν ἱστίων δέρμασι Plut.).