καταδιφθερόω
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
cover over with skins, Plu.2.664c.
German (Pape)
[Seite 1346] ganz mit Fellen überziehen, Plut. Symp. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
καταδιφθερῶ :
couvrir entièrement de parchemin.
Étymologie: κατά, διφθέρα.
Greek (Liddell-Scott)
καταδιφθερόω: κατακαλύπτω διὰ διφθερῶν, ἤτοι δερμάτων ζῴων, Πλούτ. 2. 664C.
Russian (Dvoretsky)
καταδιφθερόω: обтягивать или обшивать кожей (τὰ ἄκρα τῶν ἱστίων δέρμασι Plut.).