ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: καταζήνασκε | Medium diacritics: καταζήνασκε | Low diacritics: καταζήνασκε | Capitals: ΚΑΤΑΖΗΝΑΣΚΕ |
Transliteration A: katazḗnaske | Transliteration B: katazēnaske | Transliteration C: katazinaske | Beta Code: katazh/naske |
v. καταζαίνω.
καταζήνασκε: ἴδε καταζαίνω.
καταζήνασκε: γʹ ενικ. Ιων. παρατ. του κατ-αζαίνω.
καταζήνασκε Ion. aor. van καταζαίνω.