κατακτάμεν
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
and κατα-κτάμεναι, v. κατακτείνω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 Act. épq. de κατακτείνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κτάμεν(αι) ep. inf. aor. van κατακτείνω, κατα-κτάμενος ptc. perf. pass. van κατακτείνω, κατα-κτάς ptc. aor. act. van κατακτείνω.
German (Pape)
s. κατακτείνω.
Russian (Dvoretsky)
κατακτάμεν: (αι) эп. inf. к κατακτείνω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακτάμεν: καὶ -κτάμεναι, ἴδε κατακτείνω.
Greek Monotonic
κατακτάμεν: -κτάμεναι, Επικ. αντί -κτᾰνεῖν, απαρ. αορ. βʹ του κατακτείνω.