καταξιώνω
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
Greek Monolingual
(AM καταξιῶ -όω)
θεωρώ κάποιον άξιο, κρίνω κάποιον άξιο για κάτι (α. «τον καταξίωσε ο θεός να δει τα παιδιά του επιτυχημένους ανθρώπους» β. «μεγάλης αὐτὸν ἀποδοχῆς καταξιῶσαι», Διόδ.)
νεοελλ.
αναγνωρίζω την αξία κάποιου, δικαιώνω («αυτή η εξέλιξη καταξίωσε τους αγώνες τών εργαζομένων»)
μσν.
παρέχω τη δυνατότητα
αρχ.
1. έχω σε τιμή κάποιον
2. διατάζω ή λέγω («πολλά χαίρειν συμφοραῖς καταξιῶ», Αισχύλ.)
3. καταδέχομαι να κάνω κάτι («καταξιώσατε ἀπαλλάξαι τὸ πρᾶγμα», Πλούτ.)
4. υποβιβάζω την αξία κάποιου πράγματος εξομοιώνοντάς το με άλλο («τῶν ἐν μέρους εἴδει πεφυκότων μηδενὶ καταξιώσωμεν», Πλάτ.)
5. υποστηρίζω κάτι κατά τη διάρκεια συζήτησης.