κατατανύω
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
= κατατείνω, h.Bacch.34 (in Ep.aor. 1 καττάνῠσαν), Hp. Fract.14, 44.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-τανύω trekken, uitrekken. Hp.
German (Pape)
(τανύω), = κατατείνω; H.h. Dionys. 34; Hippocr.
Russian (Dvoretsky)
κατατᾰνύω: (эп. 3 л. pl. aor. καττάνυσαν) HH = κατατείνω.
Greek Monolingual
κατατανυω (Α)
τεντώνω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τανύω «τεντώνω»].
Greek Monotonic
κατατᾰνύω: [ῠ], κατατείνω, σε Ομηρ. Ύμν.
Greek (Liddell-Scott)
κατατᾰνύω: μέλλ. -ύσω, = κατατείνω, πολὺ τεντώνω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Βάκχ. 34 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ καττάνῠσαν), Ἱππ. Ἀγμ. 761.
Middle Liddell
= κατατείνω, Hhymn.]