καυλίας

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυλίας Medium diacritics: καυλίας Low diacritics: καυλίας Capitals: ΚΑΥΛΙΑΣ
Transliteration A: kaulías Transliteration B: kaulias Transliteration C: kavlias Beta Code: kauli/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, extracted from a stalk, ὀπός Thphr. HP 6.3.2, 9.1.7.

German (Pape)

[Seite 1407] ὁ, vom Stengel gemacht, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

καυλίας: -ου, ὁ, ὁ παραγόμενος ἐκ καυλοῦ ὀπός, ὀπὸν δὲ διττὸν ἔχει τὸν μὲν ἀπὸ τοῦ καυλοῦ τὸν δὲ ἀπὸ τῆς ῥίζης, διὸ καλοῦσι τὸν μὲν καυλίαν τὸν δὲ ῥιζίαν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 2.

Greek Monolingual

καυλίας, ὁ (Α) καυλός
(για χυμό) αυτός που παράγεται από τον καυλό τών φυτών («ὀπόν... ἔχει, τὸν μὲν ἀπὸ τοῦ καυλοῦ τὸν δὲ ἀπὸ τῆς ρίζης, διὸ καλούσι τὸν μὲν καυλίαν τὸν δὲ ῥιζίαν», Θεόφρ.).