κελαινωπός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, = κελαινώπας.
German (Pape)
[Seite 1414] = κελαινώπης, Arcad. p. 67, 10.
Greek Monolingual
κελαινωπός, -ή, -όν (Α)
κελαινώπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. φαιδρωπός].
Full diacritics: κελαινωπός | Medium diacritics: κελαινωπός | Low diacritics: κελαινωπός | Capitals: ΚΕΛΑΙΝΩΠΟΣ |
Transliteration A: kelainōpós | Transliteration B: kelainōpos | Transliteration C: kelainopos | Beta Code: kelainwpo/s |
ή, όν, = κελαινώπας.
[Seite 1414] = κελαινώπης, Arcad. p. 67, 10.
κελαινωπός, -ή, -όν (Α)
κελαινώπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. φαιδρωπός].