κελεΐς
From LSJ
English (LSJ)
ἀξίνη, Hsch.
French (Bailly abrégé)
c. ἀξίνη Hsch.
Étymologie: κελεός.
Greek Monolingual
κελεΐς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «αξίνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. να πρόκειται για υποκορ. της λ. κελεός.
Frisk Etymological English
Meaning: ἀξίνη H.
See also: S. κελεός.
Frisk Etymology German
κελεΐς: {keleḯs}
Meaning: ἀξίνη H.
See also: S. κελεός.
Page 1,814