κενεγκράνιος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
[ᾱ], ον, brainless, Sch.Juv.15.23.
German (Pape)
[Seite 1416] leer an Gehirn, Schol. Iuvenal. 15, 23.
Greek (Liddell-Scott)
κενεγκράνιος: ᾱ, ον, ὁ ἔχων τὸ κρανίον κενὸν καὶ ἄνευ ἐγκεφάλου, Σχολ. Juven. 15. 23.
Greek Monolingual
κενεγκράνιος, -ον (Α)
αυτός που έχει κενό το κρανίο, χωρίς εγκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ἐγκράνιον «εγκέφαλος»].