κενεγκράνιος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενεγκράνιος Medium diacritics: κενεγκράνιος Low diacritics: κενεγκράνιος Capitals: ΚΕΝΕΓΚΡΑΝΙΟΣ
Transliteration A: kenenkránios Transliteration B: kenenkranios Transliteration C: kenegkranios Beta Code: kenegkra/nios

English (LSJ)

[ᾱ], ον, brainless, Sch.Juv.15.23.

German (Pape)

[Seite 1416] leer an Gehirn, Schol. Iuvenal. 15, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κενεγκράνιος: ᾱ, ον, ὁ ἔχων τὸ κρανίον κενὸν καὶ ἄνευ ἐγκεφάλου, Σχολ. Juven. 15. 23.

Greek Monolingual

κενεγκράνιος, -ον (Α)
αυτός που έχει κενό το κρανίο, χωρίς εγκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ἐγκράνιον «εγκέφαλος»].