κενοτομώ

From LSJ

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source

Greek Monolingual

κενοτομῶ (ΑΜ)
μσν.
σπαταλώ, χάνω ανώφελα τον καιρό μου
αρχ.
(κατά παρώδηση του καινοτομώ) κάνω μάταιες καινοτομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λεπτοτομώ, ορθοτομώ].