κεντρώδης

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρώδης Medium diacritics: κεντρώδης Low diacritics: κεντρώδης Capitals: ΚΕΝΤΡΩΔΗΣ
Transliteration A: kentrṓdēs Transliteration B: kentrōdēs Transliteration C: kentrodis Beta Code: kentrw/dhs

English (LSJ)

κεντρῶδες, pointed, prickly, λάπαθον Aët.6.24; ἔδαφος Sch.Pi.P.1.54; of the chorus in Ar.V., Sch.ib.224.

German (Pape)

[Seite 1418] ες, stachelartig, spitzig, Schol. Ar. Vesp. 224 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων αἰχμήν, ἀκανθωτός, Σχολ. εἰς Πινδ. Π. 1. 54, κλ.

Greek Monolingual

-ες (Α κεντρώδης, -ώδες)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεντρώδη
βοτ. τάξη μονοκύτταρων φυκών που ανήκει στο φύλο βακιλλαριόφυτα της κλάσης βακιλλαριοφύκη
αρχ.
οξύς, ακανθώδης, με αιχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centrales < centr- (< λατ. centrum < αρχ. ελλ. κέντρον) + λατ. κατάλ. -ales, πληθ. της -alis, που αποδίδεται στην ελλ. με την -ώδης].