κερατισμός
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
ὁ, loss on exchange of solidi for κεράτια, PMasp.58 ii 11 (vi A.D.), Lyd.Mag.3.70 (pl.).
Greek Monolingual
κερατισμός, ὁ (ΑΜ) κερατίζω
μσν.
λογαριασμός που γίνεται σε κεράτια.