κερατοφάγος

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτοφάγος Medium diacritics: κερατοφάγος Low diacritics: κερατοφάγος Capitals: ΚΕΡΑΤΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: keratophágos Transliteration B: keratophagos Transliteration C: keratofagos Beta Code: keratofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον eating horn, Hsch. s.v. ἴψ.

German (Pape)

[Seite 1422] hornfressend, Hesych., ἴψ.

Greek (Liddell-Scott)

κερατοφάγος: -ον, ὁ, τρώγων τὰ κέρατα: «ἴψ· εἶδος σκώληκος κερατοφάγου» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κερατοφάγος, -ον (Α)
(για είδος σκουληκιού) αυτός που τρώει τα κέρατα τών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. β' -φαγ-ον)].