κερατών

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτών Medium diacritics: κερατών Low diacritics: κερατών Capitals: ΚΕΡΑΤΩΝ
Transliteration A: keratṓn Transliteration B: keratōn Transliteration C: keraton Beta Code: keratw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, made of horns (sc. βωμός), of an altar on Delos, IG22.1641.2 (iv B.C.), 11(2).161A101 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 442 A188 (ii B.C.), Plu.Thes.21.

German (Pape)

[Seite 1422] ῶνος, βωμός, ein aus Hörnern gemachter Altar auf der Insel Delos, Plut. Thes . 21.

Russian (Dvoretsky)

κερατών: ῶνος ὁ Plut. = κεράτινος 2.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτών: -ῶνος, ὁ, πεποιημένος ἐκ κεράτων, βωμὸς κ., ἐπὶ τῆς νήσου Δήλου, Πλουτ. Θησ. 21. BCH VI σ. 23, Michel. 594, ἴδε κεράτινος.

Greek Monolingual

κερατών, -ῶνος, ὁ (Α) κέρας
(για βωμό στη Δήλο) ο κατασκευασμένος από κέρατα («ἐχόρευσε δὲ περὶ τὸν κερατῶνα βωμόν, ἐκ κεράτων συνηρμοσμένον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κερᾱτών: -ῶνος, ὁ (κέρας), φτιαγμένος από κέρατα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κερᾱτών, ῶνος, κέρας
made of horns, Plut.