κεραύνωσις
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
-εως, ἡ, striking with thunder, Str.16.2.7, Plu.2.996c (pl.); τοῦ Φαέθοντος Scymn.398.
German (Pape)
[Seite 1423] ἡ, das Treffen, Erschlagen mit dem Donnerkeil; Strab. XVI, 750; Plut. Harcell. 28.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de foudroyer.
Étymologie: κεραυνόω.
Greek (Liddell-Scott)
κεραύνωσις: -εως, ἡ, πλῆξις διὰ κεραυνοῦ, Στράβ. 750, Πλούτ. 2. 996C· τοῦ Φαέθοντος Σκύμν. 394.
Russian (Dvoretsky)
κεραύνωσις: εως ἡ поражение молнией (ἱερῶν τινων Plut.).