κερδοσκόπος
From LSJ
Greek Monolingual
ο, η
αυτός που επιδιώκει το εύκολο και μεγάλο κέρδος με κάθε τρόπο, ο φιλοκερδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος, ορνιθοσκόπος].
ο, η
αυτός που επιδιώκει το εύκολο και μεγάλο κέρδος με κάθε τρόπο, ο φιλοκερδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος, ορνιθοσκόπος].