κεχάροντο
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
English (Autenrieth)
see χαίοω.
Greek Monotonic
κεχάροντο: [ᾰ], γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. Μέσ. αορ. βʹ του χαίρω.
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
see χαίοω.
κεχάροντο: [ᾰ], γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. Μέσ. αορ. βʹ του χαίρω.