κεχάροντο

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

English (Autenrieth)

see χαίοω.

Greek Monotonic

κεχάροντο: [ᾰ], γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. Μέσ. αορ. βʹ του χαίρω.