κεχαριτωμένος
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
Greek (Liddell-Scott)
κεχᾰριτωμένος: -ένως, ἴδε ἐν λέξ. χαριτόω.
Greek Monolingual
-η, -ό (ΑΜ κεχαριτωμένος, -η, -όν)
το θηλ. Κεχαριτωμένη
(επίθετο της Παναγίας) αυτή που έχει δεχθεί τη χάρη του θεού («χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ», Μηναί.)
αρχ.
ο γεμάτος χάρες, ο χαριτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του χαριτῶ «δίνω χάρη σε κάποιον»].
Greek Monotonic
κεχᾰρῐτωμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του χαριτόω.