κινησίφυλλος
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
κινησίφυλλον, leaf-moving, Glossaria on εἰνοσίφυλλος, Hsch., Apollon.Lex.
German (Pape)
[Seite 1440] das Laub bewegend, Schol. Il. 2, 632, Erkl. von εἰνοσίφυλλος.
Greek (Liddell-Scott)
κῑνησίφυλλος: -ον, ὁ κινῶν τὰ φύλλα, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ εἰνοσίφυλλος, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ., Ἡσύχ. ἐν λ. εἰνοσίφυλλος, κλ.
Greek Monolingual
κινησίφυλλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που κινεί τα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι- < κινῶ) + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιόφυλλος, ερίφυλλος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.