κινησίφυλλος

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνησῐφυλλος Medium diacritics: κινησίφυλλος Low diacritics: κινησίφυλλος Capitals: ΚΙΝΗΣΙΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: kinēsíphyllos Transliteration B: kinēsiphyllos Transliteration C: kinisifyllos Beta Code: kinhsi/fullos

English (LSJ)

κινησίφυλλον, leaf-moving, Glossaria on εἰνοσίφυλλος, Hsch., Apollon.Lex.

German (Pape)

[Seite 1440] das Laub bewegend, Schol. Il. 2, 632, Erkl. von εἰνοσίφυλλος.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνησίφυλλος: -ον, ὁ κινῶν τὰ φύλλα, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ εἰνοσίφυλλος, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ., Ἡσύχ. ἐν λ. εἰνοσίφυλλος, κλ.

Greek Monolingual

κινησίφυλλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που κινεί τα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι- < κινῶ) + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιόφυλλος, ερίφυλλος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.