κισσοχίτων
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ivy-clad, Id.L.261.
German (Pape)
[Seite 1443] ωνος, mit Epheu bekleidet, umhüllt, Bacchus, Orph. Lith. 258.
Greek Monolingual
κισσοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
ντυμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -χίτων (< χιτών, πρβλ. σιδηροχίτων, χαλκοχίτων].