κλαυθμών
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, place of weeping, LXX 2 Ki.5.23, 24.
German (Pape)
[Seite 1446] ῶνος, ὁ, der Ort des Weinens, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κλαυθμών: -ῶνος, ὁ, ὁ τόπος κλαυθμῶν καὶ θρήνων, Ἑβδ. (Β΄ Βασ. Ε΄, 23, 24).
Greek Monolingual
ο (AM κλαυθμών, -ῶνος)
τόπος όπου κλαίνε, τόπος θρήνου και κλάματος («καὶ παρέσῃ αὐτοῖς πλησίον τοῦ κλαυθμῶνος», ΠΔ)
νεοελλ.
φρ.
1. «πλατεία Κλαυθμώνος» — κεντρική πλατεία της Αθήνας
2. «κοιλάδα του κλαυθμώνος» — η κόλαση
μσν.
κλάμα, θρήνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + επίθημα -ών / -ῶνος (που δηλώνει τόπο), πρβλ. δρυμών, κοιτών].