κλεψικοίτης
English (LSJ)
ου, ὁ, = κλεψίγαμος (seeking illicit love), Ismenias ap. Ps.-Callisth. 1.46.
Greek Monolingual
κλεψικοίτης, ὁ (Α)
κλεψίγαμος, μοιχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ανεμοκοίτης, χαμαικοίτης. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].