κλεψικοίτης

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψικοίτης Medium diacritics: κλεψικοίτης Low diacritics: κλεψικοίτης Capitals: ΚΛΕΨΙΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: klepsikoítēs Transliteration B: klepsikoitēs Transliteration C: klepsikoitis Beta Code: kleyikoi/ths

English (LSJ)

κλεψικοίτου, ὁ, = κλεψίγαμος (seeking illicit love), Ismenias ap. Ps.-Callisth. 1.46.

Greek Monolingual

κλεψικοίτης, ὁ (Α)
κλεψίγαμος, μοιχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ανεμοκοίτης, χαμαικοίτης. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].