κοιλοχείλης
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
κοιλοχείλες, hollow-rimmed, κύμβαλα AP6.94 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1467] ες, mit hohlem Rande, κύμβαλα Philp. 6 (VI, 94).
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
aux bords creux.
Étymologie: κοῖλος, χεῖλος.
Russian (Dvoretsky)
κοιλοχείλης: с вогнутыми краями (κύμβαλα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κοιλοχείλης: -ες, ἔχων κοῖλα χείλη, κύμβαλα Ἀνθ. Π. 6. 94.
Greek Monolingual
κοιλοχείλης, -ες (Α)
(για κύμβαλα) αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος < -χείλης (< χείλη, πληθ. του χεῖλος), πρβλ. κοψοχείλης, σφιχτοχείλης].
Greek Monotonic
κοιλοχείλης: -ες (χεῖλος), αυτός που έχει βαθιά χείλια, σε Ανθ.