κοιλόκερα

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

τα
ζωολ. τα αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά ζώα που έχουν κοίλα κέρατα, όπως το βόδι, ο βούβαλος, η κατσίκα, το πρόβατο κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -κερα πληθ. ουδ. τοῦ -κερως (< κέρας). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cavicornes. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].