κοινοβιάρχισσα

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοβῐάρχισσα Medium diacritics: κοινοβιάρχισσα Low diacritics: κοινοβιάρχισσα Capitals: ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΙΣΣΑ
Transliteration A: koinobiárchissa Transliteration B: koinobiarchissa Transliteration C: koinoviarchissa Beta Code: koinobia/rxissa

English (LSJ)

ἡ, feminine form of κοινοβιάρχης head of a monastic community, head of a cenobium, head of a coenobium, head of a κοινόβιον, PMasp.151.149 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1467] ὁ, Vorsteher eines Klosters, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοβιάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἡγούμενος κοινοβιακοῦ μοναστηρίου, Ἀποφθέγμ. Πατέρ. 224D, Ἰω. Μοσχ. 2956A, κτλ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοινοβιάρχισσα (AM κοινοβιάρχης)
1. ο προϊστάμενος κοινοβίου
2. ο ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόβιον + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατάρχης, τελετάρχης].