κοινοβιάρχισσα
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἡ, feminine form of κοινοβιάρχης head of a monastic community, head of a cenobium, head of a coenobium, head of a κοινόβιον, PMasp.151.149 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1467] ὁ, Vorsteher eines Klosters, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοβιάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἡγούμενος κοινοβιακοῦ μοναστηρίου, Ἀποφθέγμ. Πατέρ. 224D, Ἰω. Μοσχ. 2956A, κτλ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κοινοβιάρχισσα (AM κοινοβιάρχης)
1. ο προϊστάμενος κοινοβίου
2. ο ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόβιον + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατάρχης, τελετάρχης].