κοινοβούλης

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοβούλης Medium diacritics: κοινοβούλης Low diacritics: κοινοβούλης Capitals: ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΗΣ
Transliteration A: koinoboúlēs Transliteration B: koinoboulēs Transliteration C: koinovoylis Beta Code: koinobou/lhs

English (LSJ)

κοινοβούλου, ὁ, = σύνεδρος, in plural, Id.

German (Pape)

[Seite 1468] ὁ, der gemeinschaftlich Berathschlagende, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοβούλης: -ου, ὁ, ὁ συσκεπτόμενος περί τινος, σύνεδρος κοινοβουλίου, βουλευτής, γερουσιαστής, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κοινοβούλης, ὁ (Α)
ο σύνεδρος κοινοβουλίου, αυτός που συσκέπτεται για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βουλή.