κοινοφαγία

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοφᾰγία Medium diacritics: κοινοφαγία Low diacritics: κοινοφαγία Capitals: ΚΟΙΝΟΦΑΓΙΑ
Transliteration A: koinophagía Transliteration B: koinophagia Transliteration C: koinofagia Beta Code: koinofagi/a

English (LSJ)

ἡ, eating of what is common or profane, J.AJ11.8.7.

German (Pape)

[Seite 1469] ἡ, gemeines Essen, bes. die Verunreinigung durch verbotene Speisen, bei den Juden, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοφᾰγία: ἡ, τὸ ἐσθίειν κοινά, δηλ. ἀκάθαρτα καὶ ἀπηγορευμένα φαγητά, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 8, 7.

Greek Monolingual

κοινοφαγία, ἡ (Α)
το να τρώει κάποιος ακάθαρτα και απαγορευμένα φαγητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φαγία, με επίδραση ενός αμάρτυρου κοινο-φαγῶ < κοινός + φαγῶ (< -φάγος < θ. φαγ- του αορ. -φαγ-ον)].