κοματροφώ

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

κοματροφῶ, -έω (Α)
τρέφω κόμη, αφήνω μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη «μαλλιά + -τροφῶ (< -τροφος < τροφός < τρέφω), πρβλ. γηρο-τροφώ, θηρο-τροφώ].