κομμιωματώδης

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source

Greek Monolingual

-ες 1. ο σχετικός με το κομμίωμα
2. φρ. «κομμιωματώδες υγρό» — το υγρό που παράγεται από τα κομμιώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομμίωμα, -τ-ος + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ογκώδης, οστρακώδης)].