κομποφακελορρήμων
English (LSJ)
κομποφακελορρήμον, gen. ονος, pomp-bundle-worded, derisive epithet of Aeschylus in Ar.Ra.839, because of his long compounds: —hence κομποφακελλορρημοσύνη, ἡ, Lyd.Mag.3.7.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
inventeur de mots pompeux et sonores.
Étymologie: κόμπος, φάκελος, ῥῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομποφακελορρήμων -ον, gen. - ονος [κόμπος, φάκελος, ῥῆμα] kom. woordvorming bundel bombast.
German (Pape)
ονος, prunk-bündel-wortig, komischer Spottname des Aeschylus, mit Hindeutung auf seine kühnen Wortbildungen und Zusammensetzungen, Ar. Ran. 837; Lydus de mag. 3.7 macht daraus das subst. κομποφακελορρημοσύνη.
Russian (Dvoretsky)
κομποφᾰκελορρήμων: 2, gen. ονος κόμπος + φάκελος + ῥῆμα образующий звонкие словосочетания (ирон. эпитет Эсхила) Arph.
Greek Monolingual
κομποφακελορρήμων, -ον (Α)
(ως επίθ. του Αισχύλου στον Αριστοφάνη) αυτός που σχηματίζει και χρησιμοποιεί φακέλους, δηλ. δεμάτια κομπαστικών, πομπωδών λέξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + φάκελος «δέσμη» + -ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. κομπορρήμων, ψευδορρήμων].
Greek Monotonic
κομποφᾰκελορρήμων: -ον, αυτός που έχει φακέλους με πομπώδη λόγια και τους μεταχειρίζεται, σκωπτικό επίθετο του Αισχύλου, στον Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κομποφᾰκελορρήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ ἔχων φακέλους πομπωδῶν λόγων καὶ μεταχειριζόμενος αὐτούς, σκωπτικὸν ἐπίθ. τοῦ Αἰσχύλου ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 839, ἕνεκα τῶν μακρῶν συνθέτων αὐτοῦ λέξεων· ― κομποφακελλορρημοσύνη, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολιτ. 3. 7.
Middle Liddell
κομπο-φᾰκελορ-ρήμων, ον,
pomp-bundle-worded, derisive epithet of Aeschylus in Ar.