κονδοκέρατος

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδοκέρατος Medium diacritics: κονδοκέρατος Low diacritics: κονδοκέρατος Capitals: ΚΟΝΔΟΚΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: kondokératos Transliteration B: kondokeratos Transliteration C: kondokeratos Beta Code: kondoke/ratos

English (LSJ)

κονδοκέρατον, short-horned, Al.Le.22.23.

Greek Monolingual

κονδοκέρατος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοντά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + -κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβοκέρατος, ορθοκέρατος].