κονταριά

From LSJ

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source

Greek Monolingual

και κονταρά, η (Μ κονταρέα και κονταριά και κονταρά) [[[κοντάρι]](ον)]
χτύπημα με κοντάρι («εις τ' άρματα τσι κεφαλής δυο κονταρές χτυπούσι», Ερωτόκρ.).