κοπροβόλος

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροβόλος Medium diacritics: κοπροβόλος Low diacritics: κοπροβόλος Capitals: ΚΟΠΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: koprobólos Transliteration B: koprobolos Transliteration C: koprovolos Beta Code: koprobo/los

English (LSJ)

κοπροβόλον, for spreading dung, πτύον EM94.3.

Greek Monolingual

κοπροβόλος, -ον (Α)
κατάλληλος για μετακίνηση ή για διασκόρπιση κόπρου («πτύον κοπροβόλον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυβόλος, δορυβόλος.