κοπροβόλος
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
κοπροβόλον, for spreading dung, πτύον EM94.3.
Greek Monolingual
κοπροβόλος, -ον (Α)
κατάλληλος για μετακίνηση ή για διασκόρπιση κόπρου («πτύον κοπροβόλον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυβόλος, δορυβόλος.