κοσμίζω

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμίζω Medium diacritics: κοσμίζω Low diacritics: κοσμίζω Capitals: ΚΟΣΜΙΖΩ
Transliteration A: kosmízō Transliteration B: kosmizō Transliteration C: kosmizo Beta Code: kosmi/zw

English (LSJ)

clean, Hsch. s.v. σαρῶ.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμίζω: καθαίρω, καθαρίζω, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σαρῶ.

Greek Monolingual

(I)
κοσμίζω (ΑM)
στολίζω
αρχ.
καθαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «στολισμός, τάξη»].
(II)
κοσμίζω (Μ) κόσμος
(για κληρικό) αποσχηματίζομαι, αποβάλλω το μοναχικό σχήμα.

German (Pape)

κοσμέω, bei Hesych., fegen.