Full diacritics: κοσμίζω | Medium diacritics: κοσμίζω | Low diacritics: κοσμίζω | Capitals: ΚΟΣΜΙΖΩ |
Transliteration A: kosmízō | Transliteration B: kosmizō | Transliteration C: kosmizo | Beta Code: kosmi/zw |
κοσμίζω: καθαίρω, καθαρίζω, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σαρῶ.
(I)
κοσμίζω (ΑM)
στολίζω
αρχ.
καθαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «στολισμός, τάξη»].
(II)
κοσμίζω (Μ) κόσμος
(για κληρικό) αποσχηματίζομαι, αποβάλλω το μοναχικό σχήμα.