κοσμουργός

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμουργός Medium diacritics: κοσμουργός Low diacritics: κοσμουργός Capitals: ΚΟΣΜΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: kosmourgós Transliteration B: kosmourgos Transliteration C: kosmourgos Beta Code: kosmourgo/s

English (LSJ)

ὁ, creator of the world, Iamb.in Nic.p.10 P., Dam.Pr.270.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμουργός: ὁ, δημουργὸς τοῦ κόσμου, Ἰάμβλ. εἰς Νικάνδρ. Ἀριθμ. σ. 11.

Greek Monolingual

κοσμουργός, ὁ (ΑM)
ο δημιουργός του κόσμου, ο πλάστης του σύμπαντος, ο κοσμοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -ουργός < ἔργον (πρβλ. μουσουργός, ξυλουργός)].

German (Pape)

ὁ, der Weltschöpfer, Iambl.